σωφροσύνας

σωφροσύνας
σωφροσύνᾱς , σωφρόσυνος
fem acc pl
σωφροσύνᾱς , σωφρόσυνος
fem gen sg (doric aeolic)
σωφροσύνᾱς , σωφροσύνη
soundness of mind
fem acc pl (doric)
σωφροσύνᾱς , σωφροσύνη
soundness of mind
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”